- ξενηλάτης
- οαυτός που διώχνει, απελαύνει τους ξένους ή εμποδίζει την είσοδό τους στη χώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξενηλάτης — ο αυτός που απελαύνει τους ξένους ή αυτός που απαγορεύει την είσοδο ξένων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. στρατ ηλάτης ή υποχωρητ. < αρχ. ξενηλατῶ] … Dictionary of Greek
ξενηλάτης — ξενηλατέω banish foreigners imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… … Dictionary of Greek